Το σχέδιο της μάχης
Ο Μιλτιάδης είχε να αντιμετωπίσει την
αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου, το ιππικό καθώς και τις δυνάμεις των
τοξευμάτων. Για την αριθμητική υπεροχή του εχθρού υπολόγιζε στην
εξαιρετική απόδοση της φάλλαγας των οπλιτών του στον αγώνα εκ του
συστάδην. Για την υπερνίκηση των άλλων δύο εμποδίων βαρύνουσα σημασία
είχε ο παράγοντας χρόνος, η σμίκρυνση δηλαδή του κρισίμου χρόνου
προσπέλασης της Αθηναϊκής φάλαγγας προς τις γραμμές του εχθρικού
πεζικού, κατά συνέπεια και η βράχυνση της αποστάσεως ανάμεσα στους δύο
στρατούς. Ο Μιλτιάδης εργάσθηκε για το σκοπό αυτό πριν από τη μάχη
προεκτείνοντας διαδοχικά το στρατόπεδο του προς τη θάλασσα με την
κατασκευή φραγμάτων από κομμένα δένδρα, προωθώντας έτσι τη βάση του για
την επιθετική εξόρμηση και εν τω μεταξύ ανέμενε να αποσυρθεί, έστω για
λίγο, το ιππικό από την πεδιάδα, όπου βρισκόταν συνεχώς, ακόμη και τις
σεληνοφώτιστες νύκτες, ακριβώς για να καλύπτει το περσικό πεζικό. Λίγο
πριν τα χαράματα της ημέρας της μάχης οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν ότι το
Περσικό ιππικό έχει αποσυρθεί από την πεδιάδα καθώς είχε φορτωθεί στα
πλοία για να φύγει. Πιθανόν οι Πέρσες στρατηγοί αποφάσισαν ότι ήταν η
ώρα για να στείλουν τα στρατεύματα τους στην αφύλακτη Αθήνα. Εκείνη τη
στιγμή, ο Μιλτιάδης, έκρινε ότι ήταν η κατάλληλη για τη μάχη, πρώτον
γιατί έλειπε το ιππικό και δεύτερον γιατί κινδύνευε η Αθήνα.
Τώρα απέμεναν τα άλλα δύο προβλήματα:
της αριθμητικής υπεροχής των Περσών και αυτό των τοξευμάτων. Εξίσωσε
λοιπόν το μέτωπο του Ελληνικού στρατεύματος προς το αντίστοιχο Περσικό
και ενίσχυσε τα δύο άκρα της παράταξης ενώ άφησε το κέντρο του πιο
αδύναμο. Με αυτό απέβλεπε, όπως και απέδειξε η εξέλιξη της μάχης, στην
εκμηδένιση των τμημάτων των δύο άκρων του εχθρού και στην απομόνωση του
ισχυρού κέντρου το οποίο αποτελείτο από τις επίλεκτες Περσικές δυνάμεις.
Το πιο αδύναμο αριθμητικά Ελληνικό κέντρο θα μαχόταν τις δυνάμεις στο
κέντρο με σκοπό να κρατήσει όσο περισσότερο, έως ότου τα δύο άκρα
υπερνικήσουν και μετέπειτα στραφούν προς το απομονωμένο πλέον Περσικό
κομμάτι στρατού.
Ο Μιλτιάδης για να αποφύγει την
επανεμφάνιση του εχθρικού ιππικού στην πεδιάδα με το φως της ημέρας και
να επιτευχθεί ίσως και αιφνιδιασμός του Περσικού πεζικού όρισε έναρξη
επιθέσεως την αυγή και μάλιστα για να μην δοθεί χρόνος στους
ενεπομείναντες ιππείς να ετοιμασθούν και να επέμβουν πριν από τη
σύγκρουση. Επίσης για να αιφνιδιάσει το πεζικό καθόρισε η προσπέλαση των
Ελλήνων να γίνει επί τροχάδην και μάλιστα τα τελευταία 200 μέτρα να
διανυθούν με ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα για να εξουδετερωθούν ή να
μειωθούν τα αποτελέσματα των τοξευμάτων των Περσών.
Η όλη γραμμή του μετώπου υπερέβαινε τα
1600 μέτρα. Οι 4 πρώτες φυλές στο δεξί κέρας εκτείνονταν σε 500 μέτρα,
125 η κάθε μία εφόσον είχαν δύναμη 1.000 ανδρών και βάθος 8 ζυγών, ενώ η
απόσταση κάθε οπλίτη από τον παραστάτη του ήταν 1 μέτρο, με υπολογισμό
σε αυτό και των σωμάτων τους, ώστε οι ασπίδες, που είχαν κανονική
διάμετρο 90 εκατοστών και, όπως κρατούνταν με το αριστερό χέρι, κάλυπταν
και το δεξί πλευρό του προς τα αριστερά παραστάτη, να απέχουν ελάχιστα η
μία απ’ την άλλη. Οι 2 επόμενες φυλές, με το ήμισυ, σε σύγκριση με τις
πρώτες, βάθος των τεσσάρων ζυγών, εκτείνονταν και αυτές σε 500 μέτρα,
250 η κάθε μία, και αποτελούσαν το κέντρο του μετώπου. Οι άλλες τέσσερις
φυλές, που μαζί με τους Πλαταιείς αποτελούσαν το αριστερό κέρας,
εκτείνονταν σε 624 μέτρα.
Το Περσικό πεζικό ήταν παρατεταγμένο στο χώρο της πεδιάδος ανάμεσα στον Τύμβο
και στη θάλασσα, παράλληλα προς αυτή και σε απόσταση από την παραλία
600 μέτρα περίπου (γύρω στα 200 μέτρα πριν από τον Τύμβο, όπως προκύπτει
από τις αιχμές βέλων, που βρέθηκαν
στην περιοχή του). Για την αριθμητική δύναμη του πεζικού αυτού δεν
αναφέρει τίποτε ο Ηρόδοτος. Το συνολικό μέγεθος του περσικού στρατού
αποτέλεσε πρόβλημα για όλους τους ιστορικούς μελετητές. Ο συνήθης
αριθμός που δίνουν οι αρχαίοι συγγραφείς είναι 500 με 600 χιλιάδες
άνδρες. Η πληροφορία του όμως για την εξίσωση των δύο στρατοπέδων, των
παρατάξεων δηλαδή των δύο στρατών, παρέχει σπουδαίο στοιχείο για τον
υπολογισμό της με αρκετή προσέγγιση. Οι νεώτεροι ιστορικοί
χρησιμοποίησαν άλλη μέθοδο υπολογισμού.
Η παράταξη του πεζικού των Περσών, ως
ίση προς την παράταξη των Αθηναίων και Πλαταιέων όπως παραδίδει ο
Ηρόδοτος, θα εκτεινόταν και αυτή γύρω στα 1600 μέτρα. Οι Πέρσες όμως θα
παρατάσσονταν πιθανότατα αραιότερα από τους Αθηναίους, για να μπορούν να
χειρίζονται άνετα τα τόξα τους, Αν ληφθεί ως χώρος για τον καθένα, αντί
του ενός μέτρου των Αθηναίων, χώρος ως 1,40μ. τότε σε κάθε ζυγό και για
ολόκληρο το μέτωπο ήταν παρατεταγμένοι τουλάχιστον 1.100. Και αν ληφθεί
υπ’ όψιν το βάθος της παρατάξεως από 40 μέχρι 50 ζυγών, όσο επέτρεπε η
δύναμη των μαχίμων του εκστρατευτικού σώματος (γιατί οι Πέρσες συνήθιζαν
να παρατάσσονται σε βάθος μέχρι και 110 ζυγών), προκύπτει ότι το πεζικό
που παρατάχθηκε εναντίον των Αθηναίων και Πλαταιέων ανερχόταν σε 44.000
ως 55.000. Οι απώλειες των 6.400 ανδρών επιβαιβεώνει τον παραπάνω
αριθμό σύμφωνα με τους ιστορικούς. Ακόμα όμως και με αυτούς τους
αριθμούς οι Πέρσες ήταν πενταπλάσιοι των Αθηναίων.
Με αυτούς τους αριθμούς μπορεί να
εξηγηθεί και η άλλη πληροφορία του Ηροδότου, ότι οι Πέρσες, βλέποντας
τους Αθηναίους και Πλαταιείς να επέρχονται τροχάδην εναντίον τους τόσο
λίγοι και μάλιστα χωρίς ιππικό και τοξότες, σκέφθηκαν ότι είχαν
καταληφθεί από μανία:
«οι δε Πέρσαι, ορώντες δρόμω επιόντας παρεσκευάζοντο ως δεξόμενοι μανίην τε τοίσι Αθηναίοισι επέφερον και πάγχυ ολεθρίην, ορώντες αυτούς ολίγους και τούτους δρόμω επειγομένους ούτε ίππου υπαρχούσης σφι ούτε τοξευμάτων»
Ο στρατός ήταν έτοιμος τις πρώτες
πρωινές ώρες, πιθανότατα στις 5:30 με 8:30, στις 11 Σεπτεμβρίου του 490
π.Χ. για να δώσει τη μάχη του για ελευθερία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου